- μακροθυμήσατε
- μακροθῡμήσατε , μακροθυμέωto be long-sufferingaor imperat act 2nd plμακροθῡμήσατε , μακροθυμέωto be long-sufferingaor ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.